- μηνιθμος
- μηνιθμόςὁ гнев Hom., Anth.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
μηνιθμός — μηνιθμός, ὁ (Α) υπερβολικός θυμός, οργή («οὐ πρὶν μηνιθμὸν καταπαυσέμεν», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μῆνις, ιος «θυμός, οργή» + επίθημα θμός, κατά τα λυκη θμός, μυκη θμός] … Dictionary of Greek
μηνιθμός — wrath masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μηνιθμοῖο — μηνιθμός wrath masc gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μηνιθμῷ — μηνιθμός wrath masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μηνιθμόν — μηνιθμός wrath masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-θμος — επίθημα που εμφανίζεται σε αρκετές λ. τής Αρχαίας, από τις οποίες μερικές μαρτυρούνται και στη Νέα Ελληνική. Προήλθε από τον συνδυασμό τού επιθήματος mo ( μο ) που δηλώνει ενέργεια, με την παρέκταση dh ( θ ) που απαντά και σε άλλα επιθήματα (πρβλ … Dictionary of Greek
γευθμός — γευθμός, ο (Α) η γεύση. [ΕΤΥΜΟΛ. < γεύομαι + (επίθημα) θμός (πρβλ. βαθμός, κλαυθμός, μηνιθμός] … Dictionary of Greek